διαμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά στη φυσική, κυρίως σε ό,τι αφορά την ασύρματη επικοινωνία. Δ. κύματος αποκαλείται, για παράδειγμα, η μεταβολή των χαρακτηριστικών του ηλεκτρομαγνητικού κύματος, που καλείται φορέας, από κάποιο πληροφοριακό σήμα, με… … Dictionary of Greek
μεγάφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή που μετατρέπει ένα ηλεκτρικό σήμα σε ένα αντίστοιχο ηχητικό, εκπέμποντάς το σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας, τα μ. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, ηλεκτρομαγνητικά και ηλεκτροστατικά. Τα… … Dictionary of Greek
θερμόφωνο — Πηγή ηχητικών κυμάτων που αποτελείται από ένα λεπτό μεταλλικό έλασμα με πολύ μικρή θερμοχωρητικότητα, τοποθετημένο ανάμεσα σε δύο ακροδέκτες. Μέσα στο έλασμα αυτό διοχετεύεται εναλλασσόμενο ρεύμα που προκαλεί περιοδικές μεταβολές στη θερμοκρασία… … Dictionary of Greek
αραιώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, μτβ. 1. κάνω αραιό κάτι που είναι πυκνό: Να την αραιώσεις λίγο τη σούπα. 2. μεγαλώνω την απόσταση που χωρίζει ομοειδή πράγματα: Αραίωσε ακόμη τα καθίσματα. 3. λιγοστεύω, χαλαρώνω κάποια σχέση: Θα αραιώσω ακόμη περισσότερο τις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)