ἀραιώσεις

ἀραιώσεις
ἀραίωσις
becoming
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀραίωσις
becoming
fem nom/acc pl (attic)
ἀραιόω
make porous
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀραιόω
make porous
fut ind act 2nd sg
ἀ̱ραιώσεις , ἀραιόω
make porous
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά στη φυσική, κυρίως σε ό,τι αφορά την ασύρματη επικοινωνία. Δ. κύματος αποκαλείται, για παράδειγμα, η μεταβολή των χαρακτηριστικών του ηλεκτρομαγνητικού κύματος, που καλείται φορέας, από κάποιο πληροφοριακό σήμα, με… …   Dictionary of Greek

  • μεγάφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή που μετατρέπει ένα ηλεκτρικό σήμα σε ένα αντίστοιχο ηχητικό, εκπέμποντάς το σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας, τα μ. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, ηλεκτρομαγνητικά και ηλεκτροστατικά. Τα… …   Dictionary of Greek

  • θερμόφωνο — Πηγή ηχητικών κυμάτων που αποτελείται από ένα λεπτό μεταλλικό έλασμα με πολύ μικρή θερμοχωρητικότητα, τοποθετημένο ανάμεσα σε δύο ακροδέκτες. Μέσα στο έλασμα αυτό διοχετεύεται εναλλασσόμενο ρεύμα που προκαλεί περιοδικές μεταβολές στη θερμοκρασία… …   Dictionary of Greek

  • αραιώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, μτβ. 1. κάνω αραιό κάτι που είναι πυκνό: Να την αραιώσεις λίγο τη σούπα. 2. μεγαλώνω την απόσταση που χωρίζει ομοειδή πράγματα: Αραίωσε ακόμη τα καθίσματα. 3. λιγοστεύω, χαλαρώνω κάποια σχέση: Θα αραιώσω ακόμη περισσότερο τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”